- κηδεμονεύειν
- κηδεμονεύωto be a guardianpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηδεμονεύω — (ΑΜ κηδεμονεύω) [κηδεμών] ασκώ καθήκοντα κηδεμόνα, έχω κάτι ή κάποιον υπό την κηδεμονία μου (α. «κηδεμονεύει τα παιδιά τού αδελφού του» β. «κηδεμονεύειν παίδων», Ιουστιν.) … Dictionary of Greek